αλλαξομουτσουνιάζω

αλλαξομουτσουνιάζω
1. αλλαξομουριάζω
2. γίνομαι σκυθρωπός, συνοφρυώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο-* + μούτσουνο.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξομουτσούνιασμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλλαξο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα αλλάζω*. Το αλλαξο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως την έννοια τής «αλλαγής, μεταβολής, αντικατάστασης,… …   Dictionary of Greek

  • αλλαξομουτσούνιασμα — το [αλλαξομουτσουνιάζω] 1. αλλοίωση των χαρακτηριστικών τού προσώπου ένεκα σωματικής παθήσεως 2. σκυθρωπότητα, κατήφεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”